παιδουργία

παιδουργία
παιδουργία, ἡ (Α) [παιδουργός]
1. η γέννηση παιδιών, η τεκνοποιία
2. η μητέρα, η γυναίκα που γέννησε παιδιά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • παιδουργία — παιδουργίᾱ , παιδουργία a mother fem nom/voc/acc dual παιδουργίᾱ , παιδουργία a mother fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παιδουργίας — παιδουργίᾱς , παιδουργία a mother fem acc pl παιδουργίᾱς , παιδουργία a mother fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παιδουργίαν — παιδουργίᾱν , παιδουργία a mother fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παιδουργίαις — παιδουργία a mother fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ՄԱՆԿԱԳՈՐԾՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 2 0204 Chronological Sequence: Unknown date գ. παιδουργία liberorum procreatio. Զաւակագործութիւն. որդեծնութիւն. *Պարտ է ոչ մարմնոցն լքելով ʼի ձեռն մանկագործութեանն, այլ ʼի հանդարտ մասին (այսինքն վիճակի) բաղկանալով այնմ որ բուսանելոցն է.… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”